- ὀβελοῦ
- ὀβελόςspitmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οβελίδιο — το [οβελός] 1. μικρός οβελός, μικρή σούβλα 2. πόρπη ή κόσμημα με σχήμα οβελού … Dictionary of Greek
οβελιαίος — α, ο (Α ὀβελιαῑος, αία, ον) 1. αυτός που έχει σχήμα οβελού και, γενικά, ράβδου, ραβδοειδής 2. φρ. «οβελιαία ραφή» η ραφή με την οποία συνδέονται τα δύο βρεγματικά οστά τού κρανίου νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που έχει διεύθυνση από τα εμπρός προς τα… … Dictionary of Greek
οβελός — ο (ΑΜ ὀβελός, Α δωρ. τ. ὀβελός, θεσσ. τ. ὀβελλός) 1. σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία ψήνονται, αφού διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η σούβλα 2. μικρή οριζόντια γραμμή ( ) ή βέλος με το… … Dictionary of Greek
τροκάρ — το, Ν ιατρ. όργανο κυλινδρικού οβελού τού οποίου η κορυφή έχει τρεις ακμές, είναι εφαρμοσμένο σε λαβή και περιέχεται μέσα σε κοίλη βελόνη και το οποίο χρησιμοποιείται για παρακεντήσεις ή για εισαγωγή ενδοσκοπικών οργάνων μέσα σε κοιλότητες τού… … Dictionary of Greek
υπολημνίσκος — και ὑπολιμνίσκος, ὁ, Α (κατά τον Επιφάν.) «ὁ γοῡν ὑπολιμνίσκος τοιοῡτόν ἐστι ἁπλῆ δηλονότι γραμμή, ὀβελοῡ τὸ σχῆμα ἔχουσα, ὑποκειμένην δὲ ἔχουσα στιγμήν, ἤγουν κέντρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λημνίσκος «στενή ταινία από μαλλί»] … Dictionary of Greek